Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

mutual dependence


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο dependence παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: mutual

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dependence n (reliance)εξάρτηση ουσ θηλ
 The country is trying to decrease their foreign aid dependence.
dependence on [sth/sb] n (reliance)εξάρτηση από κτ/κπ ουσ θηλ + πρόθ
 Her dependence on his income made a divorce impossible.
dependence n (drug, alcohol: addiction)εξάρτηση ουσ θηλ
 Heroin dependence is increasing among people in their twenties.
dependence on [sth] n (drug, alcohol: addiction)εξάρτηση από κτ ουσ θηλ + πρόθ
 Dependence on alcohol is a serious disease.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
drug dependence n (addiction: chemical)εξάρτηση από τα ναρκωτικά έκφρ
 Prescriptions are carefully controlled in order to minimize incidences of drug dependence.
physical dependence n (addiction: biological)βιολογική εξάρτηση ουσ θηλ
 Anthony has a strong physical dependence on painkillers.
 Ο Άντονι έχει δυνατή βιολογική εξάρτηση από τα αναλγητικά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση mutual dependence στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «mutual dependence».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!